φιλολογία

φιλολογία
Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο όρος φ. από τον όρο λογοτεχνία, που δηλώνει σύνολο έργων με καλλιτεχνική μορφή, περιεχόμενο και σκοπό. Τα λογοτεχνικά έργα αποτελούν για τη φ. αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, όχι όμως μόνο αυτά, αλλά και κάθε γραπτό μνημείο, εκτός από αυτά που αποβλέπουν σε πρακτικούς και εφήμερους σκοπούς (π.χ. ένα εμπορικό κατάστιχο). Για τους άλλους Ευρωπαίους όμως ο όρος philologia δηλώνει κυρίως την κριτική των κειμένων, ενώ ό,τι εννοούν οι Έλληνες με αυτόν τον όρο εκείνοι το αποδίδουν με παράγωγα του λατινικού όρου litteratura. Πρώτο και θεμελιώδες έργο της φ. είναι η κριτική εξέταση των φιλολογικών μνημείων, δηλαδή των κειμένων. Σκοπός της φιλολογικής κριτικής είναι η αποκατάσταση του προς μελέτη κειμένου στην αρχική του μορφή, στη μορφή δηλαδή που του έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας του, αφού είναι γνωστό ότι τα παλαιά ιδίως κείμενα αλλοιώθηκαν λίγο ή πολύ εξαιτίας των αλλεπάλληλων αντιγραφών τους ή και σκόπιμα. Απαραίτητη λοιπόν είναι η κριτική και συγκριτική εξέταση όλων των χειρογράφων (ή τουλάχιστον των παλαιότερων) που παραδίδουν το κείμενο. Στον τομέα αυτό η φ. καταφεύγει στις μεθόδους και στα διδάγματα της παλαιογραφίας. Έργο επίσης της φιλολογικής κριτικής είναι η διαπίστωση της γνησιότητας του κειμένου (αν δηλαδή γράφτηκε πράγματι από τον συγγραφέα στον οποίο κατά παράδοση αποδίδεται) και η επισήμανση τυχόν επιδράσεων ή δανείων από άλλους συγγραφείς. Κατά το στάδιο της γραμματικής εξέτασης ενός κειμένου η φ. μελετά τη γλωσσική του μορφή από άποψη γραμματική, συντακτική, ετυμολογική και γλωσσολογική. Μετά την κριτική αποκατάσταση και τη γραμματική μελέτη, έργο της φ. είναι η ερμηνεία του κειμένου, όχι απλώς η στενή, η λεκτική, αλλά προπάντων η ευρύτερη. Πέρα δηλαδή από την κατανόηση της έννοιας του κειμένου, ο φιλόλογος πρέπει να μελετήσει και να δείξει τον σκοπό που είχε ο συγγραφέας γράφοντας το συγκεκριμένο εκείνο έργο, το ιδεολογικό περιεχόμενου του έργου, τη θέση του μέσα στη γραμματεία της εποχής του, τις αντιδράσεις που προκάλεσε, την αισθητική του αξία κλπ. Για το ερμηνευτικό αυτό έργο η φ. χρησιμοποιεί βοηθητικά όλες τις αρχαιογνωστικές επιστήμες (ιστορία, αρχαιολογία, θρησκειολογία κλπ.). Τα φιλολογικά μνημεία του παρελθόντος κατατάσσονται κυρίως με βάση τη γλώσσα στην οποία γράφτηκαν, επομένως μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τόσες φιλολογίες όσες και γλώσσες. Επειδή όμως φιλολογικά προβλήματα, γλωσσικά, κριτικά και ερμηνευτικά, παρουσιάζουν κυρίως τα κείμενα του απώτερου παρελθόντος, μεγάλη ανάπτυξη γνώρισε η λεγόμενη κλασική φ., δηλαδή εκείνη που εξετάζει τα φιλολογικά μνημεία της ελληνικής και της λατινικής γραμματείας. Ήδη από τους αλεξανδρινούς χρόνους διαπρεπείς φιλόλογοι επιδόθηκαν συστηματικά στην κριτική και κυρίως στη γραμματική μελέτη των ομηρικών επών, των αρχαίων λυρικών και τραγικών ποιητών, των φιλοσόφων και των ιστορικών. Σε αυτούς οφείλουμε τις πρώτες κριτικές εκδόσεις των κλασικών κειμένων, τα λεξικά, τις γραμματικές πραγματείες, τα ερμηνευτικά υπομνήματα. Aυτή η φιλολογική παράδοση συνεχίστηκε στο Βυζάντιο. Από τους χρόνους της Αναγέννησης και μετά διαμορφώθηκαν νέες μέθοδοι φιλολογικής κριτικής, ενώ συγχρόνως δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην ευρύτερη ερμηνεία του έργου κάθε συγγραφέα και στην αποτίμηση και την αξιοποίηση της συνολικής προσφοράς της αρχαίας γραμματείας στον πολιτισμό. Κατά τον 19o αι., για μεθοδολογικούς λόγους, αποχωρίστηκαν από την καθαυτό φ. και έγιναν σχεδόν αυτοτελείς επιστήμες οι βοηθητικοί φιλολογικοί κλάδοι: παλαιογραφία κωδικολογία, παπυρολογία, διπλωματική, επιγραφική, μετρική κλπ. Από τους χρόνους της Αναγέννησης επίσης εμφανίζονται και διαμορφώνονται σε επιστήμες η εβραϊκή και βιβλική φ., η μεσαιωνική λατινική φ., η βυζαντινή φ. κι αργότερα η παλαιοσλαβική φ. Όλοι αυτοί οι ιδιαίτεροι κλάδοι της φ. ακολουθούν βασικά τις ίδιες μεθόδους, αφού έχουν τους ίδιους σκοπούς, δηλαδή τη μελέτη και την ανάδειξη του πνευματικού πολιτισμού του αντίστοιχου έθνους, όπως αυτός εκφράζεται στα φιλολογικά του μνημεία. Το εξώφυλλο μιας έκδοσης του «Λεξικού» του Ησύχιου της Αλεξάνδρειας, που θεωρείται κλασικό φιλολογικό έργο. Τμήμα περγαμηνού χειρόγραφου (Βατικανού αρ. 1) του 9ου ή 10ου αιώνα, με κείμενο των Νόμων του Πλάτωνα και στο περιθώριο διορθώσεις και ερμηνευτικά σχόλια κάποιου Βυζαντινού φιλόλογου.
* * *
η, ΝΜΑ [φιλόλογος]
νεοελλ.
1. η επιστήμη που ασχολείται με τις μέσω τού γραπτού λόγου εκφάνσεις τής πνευματικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής ζωής ορισμένου κοινωνικού - εθνικού συνόλου και ορισμένης εποχής (α. «ελληνική φιλολογία» β. «κλασική φιλολογία» γ. «φιλολογία τών ανατολικών λαών»)
2. το σύνολο τών ειδικών επιστημονικών γνώσεων που απαιτούνται για την κατανόηση τής λογοτεχνίας μιας γλώσσας, όπως είναι η γραμματική, το συντακτικό και η κριτική τών κειμένων
3. συνεκδ. α) το σύνολο τών έργων τού έντεχνου λόγου τα οποία αποτελούν την παραγωγή μιας χώρας σε μια ορισμένη εποχή, λογοτεχνία («ο Φώτης Κόντογλου συνέθεσε μερικά από τα ωραιότερα έργα τής νεοελληνικής φιλολογίας»)
β) το σύνολο τών συγγραμμάτων που ανήκουν σε έναν τομέα τού επιστητού (α. «ιατρική φιλολογία» β. «εκκλησιαστική φιλολογία»)
4. μτφ. λόγος, ομιλία χωρίς ουσία, αερολογία, φλυαρία («μην τόν πιστεύεις, όλα αυτά είναι φιλολογίες»)
αρχ.
1. η αγάπη για έρευνα και αναζήτηση μέσω τού διαλόγου και τής επιχειρηματολογίας
2. ενδιαφέρον για τα γράμματα, τη μόρφωση, φιλομάθεια
3. ενασχόληση με σημαντικά ζητήματα, συζήτηση για σπουδαία θέματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλολογία — φιλολογίᾱ , φιλολογία love of argument fem nom/voc/acc dual φιλολογίᾱ , φιλολογία love of argument fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογία — η 1. ηεπιστήμη που ασχολείται με το σύνολο των εκδηλώσεων της πνευματικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής ζωής ορισμένου λαού και ορισμένης εποχής, όπως εμφανίζονται στο γραπτό λόγο: Γαλλική φιλολογία. – Βυζαντινή φιλολογία. 2. το σύνολο των έργων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλολογίᾳ — φιλολογίαι , φιλολογία love of argument fem nom/voc pl φιλολογίᾱͅ , φιλολογία love of argument fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξανδρινή φιλολογία — Η επιστημονική επεξεργασία των ελληνικών κλασικών κειμένων, που αναπτύχθηκε στην Αλεξάνδρεια κυρίως κατά τον 3o και 2o αι. π.Χ. Ο νεότερος όρος αλεξανδρινή λογοτεχνία αναφέρεται στο σύνολο των κειμένων που έγραψαν οι Έλληνες της πόλης και… …   Dictionary of Greek

  • επιστολική φιλολογία ή επιστολογραφία — Επιστολές που οι επιστολογράφοι προορίζουν για δημοσίευση καθώς και εκείνες που οι αναγνώστες τους θεωρούν σημαντική τη γνωστοποίησή τους –λόγω των αρετών του περιεχομένου και του ύφους τους– σε ευρύτερο κοινό. Στις πρώτες ανήκουν οι περίπου 800… …   Dictionary of Greek

  • καραμανλίδικη φιλολογία — Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων της τουρκόφωνης ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή των κειμένων που γράφτηκαν σε τουρκική γλώσσα, αλλά από Έλληνες συγγραφείς και με ελληνικούς χαρακτήρες και κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη ή έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογίας — φιλολογίᾱς , φιλολογία love of argument fem acc pl φιλολογίᾱς , φιλολογία love of argument fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογίαι — φιλολογία love of argument fem nom/voc pl φιλολογίᾱͅ , φιλολογία love of argument fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογίαν — φιλολογίᾱν , φιλολογία love of argument fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλολογίαις — φιλολογία love of argument fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”